- πομπαγωγός
- ὁ, Ααξιωματούχος τής πομπαγωγίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός, σπονδ-αγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πομπαγωγία — ἡ, Α [πομπαγωγός] διενέργεια λιτανείας … Dictionary of Greek
πομπαγωγώ — έω, Α [πομπαγωγός] (κατά τον Ησύχ.) «πομπὴν ἄγω» … Dictionary of Greek